- ἀλαζών
- ἀλαζώνwanderer about countrymasc/fem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αλαζών — ( όνος), ο, η (Α ἀλαζών) ως επίθ. αυτός που υπερηφανεύεται υπέρμετρα ή παράλογα, υπερήφανος, υπερόπτης αρχ. ως ουσ. 1. ο περιπλανώμενος, περιφερόμενος εδώ κι εκεί 2. αγύρτης, τσαρλατάνος, απατεώνας 3. ως επίθ. αλαζονικός, υπεροπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Το … Dictionary of Greek
κἀλαζών — ἀλαζών , ἀλαζών wanderer about country masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαζονίστατον — ἀλαζών wanderer about country masc acc sg ἀλαζών wanderer about country neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαζόν — ἀλαζών wanderer about country masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαζόνα — ἀλαζών wanderer about country masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαζόνας — ἀλαζών wanderer about country masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαζόνες — ἀλαζών wanderer about country masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαζόνι — ἀλαζών wanderer about country masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαζόνος — ἀλαζών wanderer about country masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλαζόνων — ἀλαζών wanderer about country masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)